- παρθικός
- -ή, -ό / παρθικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Πάρθοι]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πάρθους («παρθική γλώσσα» — μεσαιωνική ιρανική γλώσσα η οποία προερχόταν από την αρχαία επαρχία τής Παρθίας)μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρθικά(κατά τον Ιω. Λυδ.) «φλογοβαφή δέρματα»αρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Παρθικοία) τιμητική προσωνυμία διαφόρων Ρωμαίων στρατηγών νικητών τών Πάρθωνβ) τιμητική προσωνυμία λεγεώνων τού ρωμαϊκού στρατού που νίκησαν τους Πάρθουςγ) αγώνες που καθιερώθηκαν προς τιμή τού Τραϊανού από τον Αδριανό2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ιστορία τής Παρθίας.
Dictionary of Greek. 2013.